λαδόγιο

λαδόγιο
το
γεωλ. η ανώτερη και νεώτερη υποδιαίρεση τού Αρχαϊκού Αιώνα και τών πετρωμάτων που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκειά του στη Σκανδιναβία και στη Φινλανδία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”